συναρμόζω

συναρμόζω
ΝΜΑ, και αττ. τ. συναρμόττω Α
συνδέω επιμέρους τμήματα προκειμένου να συγκροτήσω ένα αρμονικό και ενιαίο σύνολο, συναρμολογώ («ὀλόμενον σκάφος συναρμόσας ὁ Πριαμίδας», Ευρ.)
νεοελλ.
(κατ' επέκτ.) κάνω στέρεη σύνδεση, στερεώνω
μσν.
μέσ. συναρμόζομαι
μτφ. συνενώνομαι
μσν.-αρχ.
ενώνω με τα δεσμά τού γάμου, παντρεύω
αρχ.
1. ενώνω δύο ή περισσότερα πράγματα είτε στην πράξη είτε νοερά («τὸ τῆς ψυχῆς αὐτῶν μέρος θείῳ συναρμοσαμένη δεσμῷ», Πλάτ.)
2. γραμμ. α) συνθέτω λέξη («συναρμόσας ἀπὸ τοῡ θεῑν καὶ ἅλλεσθαι τὸ ὄνομα [θαλλεῑν]», Πλάτ.)
β) (για τη σύνδεση τών γραμματικών περιόδων ή για τη συντακτική εκφορά τών λέξεων) συνάπτω σύμφωνα με τη συντακτική σειρά
3. προσαρμόζω κάτι σε κάτι άλλο («πάντας ἤδη τόδ' ἔργον εὐχερείᾳ συναρμόσει βροτούς», Αισχύλ.)
4. μουσ. προσαρμόζω ένα μουσικό όργανο σε ένα άλλο ώστε να ηχούν αρμονικά
5. (αμτβ.) α) συνδέομαι, είμαι συνδεδεμένος («ἐξ ἑκάστων τῶν συναρμοττόντων στοιχείων γιγνομένη ἡ συλλαβή», Πλάτ.)
β) μτφ. i) συμφωνώ («οὐδὲ συναρμόττουσιν ἀλλήλοις», Πλάτ.)
ii) ταιριάζω
6. μτφ. διευθετώ τα θέματα που είναι σχετικά με την πόλη, τους πολίτες αλλά και τις εξουσίες
7. μέσ. συναρμόζομαι
συμμορφώνομαι
8. φρ. α) «συναρμόζω βλέφαρα χειρί»
(σχετικά με ετοιμοθάνατο) κλείνω, σφαλίζω τα μάτια (Ευρ.)
β) «συναρμόζω χείλη στομάτεσσιν» — φιλώ κάποιον στο στόμα (Θεόφρ., Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἁρμόζω «συνδυάζω, ταιριάζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συναρμόζω — pres subj act 1st sg συναρμόζω pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυναρμόσει — συναρμόζω aor subj act 3rd sg (epic) συναρμόζω fut ind mid 2nd sg συναρμόζω fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναρμόττω — συναρμόζω pres subj act 1st sg (attic) συναρμόζω pres ind act 1st sg (attic doric aeolic) συναρμόσσω , συναρμόζω aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνηρμοσμένα — συναρμόζω perf part mp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric ionic aeolic) συνηρμοσμένᾱ , συναρμόζω perf part mp fem nom/voc/acc dual (attic epic doric ionic aeolic) συνηρμοσμένᾱ , συναρμόζω perf part mp fem nom/voc sg (attic epic doric ionic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυναρμοσθέντα — συναρμόζω aor part pass neut nom/voc/acc pl συναρμόζω aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυναρμόζει — συναρμόζω pres ind mp 2nd sg συναρμόζω pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυναρμόζω — συναρμόζω pres subj act 1st sg συναρμόζω pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυναρμόσαι — συναρμόζω aor inf act ξυναρμόσαῑ , συναρμόζω aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυναρμόττει — συναρμόζω pres ind mp 2nd sg (attic doric aeolic) συναρμόζω pres ind act 3rd sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυναρμόττουσιν — συναρμόζω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συναρμόζω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”